- μεσότυχος
- μεσό-τῠχος, ον, poet. [pref] μεσσό-,A of moderate fortune,
ἀνήρ Antioch.Astr.
in Cat.Cod. Astr.1.109.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀνήρ Antioch.Astr.
in Cat.Cod. Astr.1.109.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μεσότυχος — μεσότυχος, ποιητ. τ. μεσσότυχος ον (Α) αυτός που έχει μέτρια τύχη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + τυχος (< τύχη), πρβλ. δύσ τυχος (για τον τ. με δύο σσ βλ. λ. μέσος)] … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek
μεσσότυχος — μεσσότυχος, ον (Α) (ποιητ. τ.) βλ. μεσότυχος … Dictionary of Greek